- ναοπόλος
- νᾱο-πόλος, [dialect] Ion. [pref] νηοπ-, ον,A dwelling or busied in a temple,
μάντις Pi.Fr.51
Schroeder, cf. Man.4.427.II as Subst., overseer of a temple, Hes.Th.991.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάντις Pi.Fr.51
Schroeder, cf. Man.4.427.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο … Dictionary of Greek
νηοπόλοιο — ναοπόλος dwelling masc gen sg (epic ionic) νηοπόλος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλον — ναοπόλος dwelling masc acc sg (ionic) νηοπόλος masc/fem acc sg νηοπόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλος — ναοπόλος dwelling masc nom sg (ionic) νηοπόλος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλους — ναοπόλος dwelling masc acc pl (ionic) νηοπόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νηοπόλος — νηοπόλος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναοπόλος … Dictionary of Greek
ναοπόλοις — νᾱοπόλοις , ναοπόλος dwelling masc dat pl νᾱοπόλοις , νηοπόλος masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοπόλον — νᾱοπόλον , ναοπόλος dwelling masc acc sg νᾱοπόλον , νηοπόλος masc/fem acc sg (attic) νᾱοπόλον , νηοπόλος neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)